υδραυλός

υδραυλός
ο, Ν
βλ. ύδραυλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ύδραυλος — ο / ὕδραυλος, ΝΑ, και υδραυλός Ν το μουσικό όργανο ύδραυλις νεοελλ. χαλύβδινος σωλήνας χρησιμοποιούμενος σε αυλωτούς λέβητες, μέσα στον οποίο κυκλοφορεί το νερό που πρόκειται να γίνει ατμός αρχ. ο ὑδραύλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + αὐλός (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ὑδραύλους — ὕδραυλος one who plays the masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Hydraulique — L hydraulique désigne la branche de la physique qui étudie les liquides sous pression. Sommaire 1 Champs d études de l hydraulique 2 Historique 3 Système à air compressé versus hydraulique …   Wikipédia en Français

  • ВОДЯНОЙ ОРГАН —    • Hydraulus,           ύδραυλος, organon hydraulicum, гидравлический орган, изобретенный механиком Ктесибием; он имеет семь трубок, частью из бронзы, частью из тростника; воздух приводился в нем в движение водой, и таким образом производились… …   Реальный словарь классических древностей

  • Lexique sur l’eau — Cette page d’homonymie répertorie les différents sujets et articles partageant un même nom. Sommaire 1 Carence en eau 1.1 Trop d eau …   Wikipédia en Français

  • Гидравлос — Гидравлос(греч. ύδραυλος, от ύδωρ вода и αυλός трубка, свирель, флейта) водяной орган, предок современного органа. Гидравлос Содержание 1 Общие сведения …   Википедия

  • αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα …   Dictionary of Greek

  • υδρ(ο)- — ΝΜΑ 1. πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στο θ. ὑδρ τού ὕδωρ (για την ετυμολ. τού συνθετικού βλ. λ. ύδωρ) 2. πρώτο συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια ή νόθα αντιδάνεια, το… …   Dictionary of Greek

  • υδραυλικός — ή, ό / ὑδραυλικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὕδραυλος / ὕδραυλις] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διοχέτευση τού νερού και τη χρησιμοποίησή του σε μηχανικά έργα («υδραυλικός μηχανισμός») νεοελλ. 1. υδρευτικός («υδραυλική εγκατάσταση» σύστημα σωληνώσεων και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”